- υπουδαίος
- -αία, -ον, Ακάτω από το χώμα, υποχθόνιος («τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῡνται θεὸν ὑπουδαῑον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + οὐδαῖος «υπόγειος, υποχθόνιος» (< οὖδας «έδαφος»), πρβλ. κατ-ουδαῖος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.